ευφυλακτος

ευφυλακτος
    εὐφύλακτος
    εὐ-φύλακτος
    2
    (ῠ)
    1) который можно легко уберечь, успешно охраняемый
    

(ὀπώρα εὐ. οὐδαμῶς Aesch.; νεώρια Thuc.)

    2) хорошо укрытый, надежно защищенный
    

(ἥ καρδία ὥσπερ ἀχρόπολις τοῦ σώματος Arst.; ἐν εὐφυλάκτῳ εἶναι Eur.)

    3) удобный для несения сторожевой службы, выгодный в качестве наблюдательного поста
    

(ἥ Κῶς Thuc.)

    4) от которого легко уберечься, легко избегаемый
    

(τέλμα οὐκ εὐφύλακτον Plut.)

    εὐφυλακτότερον τὸ καθόλου συμβαῖνον ἐν τοῖς ἐλέγχοις Arst. — в опровержениях легче избежать общих утверждений


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ευφυλακτος" в других словарях:

  • ευφύλακτος — εὐφύλακτος, ον (Α) 1. αυτός που φυλάγεται ή φρουρείται εύκολα (α. «εὐφύλακτος ἡ καρδία» η καρδιά είναι καλά προφυλαγμένη, Αριστοτ. β. «εὐφυλακτότερον τὸ ὕδωρ τοῡ ἀέρος» το νερό συγκρατείται πιο εύκολα από τον αέρα, Αριστοτ.) 2. φρ. α) «εὐφύλακτός …   Dictionary of Greek

  • εὐφύλακτος — easy to keep masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφυλακτότερον — εὐφύλακτος easy to keep adverbial comp εὐφύλακτος easy to keep masc acc comp sg εὐφύλακτος easy to keep neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφυλακτότατον — εὐφύλακτος easy to keep masc acc superl sg εὐφύλακτος easy to keep neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφυλάκτως — εὐφύλακτος easy to keep adverbial εὐφύλακτος easy to keep masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφύλακτον — εὐφύλακτος easy to keep masc/fem acc sg εὐφύλακτος easy to keep neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφυλακτότερα — εὐφύλακτος easy to keep neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφυλακτότεραι — εὐφύλακτος easy to keep fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφυλάκτους — εὐφύλακτος easy to keep masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφυλάκτῳ — εὐφύλακτος easy to keep masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφύλακτα — εὐφύλακτος easy to keep neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»